- πάροικος
- οξένος κάτοικος ενός κράτους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πάροικος — dwelling beside masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάροικος — Καθημερινή ελληνική εφημερίδα με έδρα το Κάιρο. Ιδρύθηκε από τον Ν. Ποτήρη. Το πρώτο φύλλο του κυκλοφόρησε στις 18 Απριλίου 1953 και το τελευταίο του στις 24 Ιανουαρίου 1961. * * * ο / πάροικος, ον, ΝΜΑ ως ουσ. αυτός που διαμένει μόνιμα σε ξένη… … Dictionary of Greek
πάροικον — πάροικος dwelling beside masc/fem acc sg πάροικος dwelling beside neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροίκοις — πάροικος dwelling beside masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροίκου — πάροικος dwelling beside masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροίκους — πάροικος dwelling beside masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροίκων — πάροικος dwelling beside masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροίκῳ — πάροικος dwelling beside masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάροικε — πάροικος dwelling beside masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάροικοι — πάροικος dwelling beside masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)